- εδεσσαϊκός
- εδεσσαϊκός, -ή, -ό και εδεσσαίικος, -η, -ο1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδεσσα, που είναι της Έδεσσας: Εδεσσαϊκά μήλα.2. το αρσ. ως κύρ. όν., Εδεσσαϊκός ονομασία αθλητικού συλλόγου της Έδεσσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.